- ἀποφύσεως
- ἀποφύσεω̆ς , ἀπόφυσιςside-shootfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
EUNUCHI — I. EUNUCHI Haetetici, alias Valesiani, a Valesio Arabe quodam. Omnes sectae suae exsecabant, imo et in obvios quosque eâdem crudelitate saepe saeviebant. Epiphan. boer. ti. Baron. A. C. 249. n. 9. 260. n. 69 etc. Imitati autem in hoc Origenem… … Hofmann J. Lexicon universale
κνώδακας — ο (Α κνώδαξ, ακος) νεοελλ. (μηχανολ.) στοιχείο μηχανής το οποίο περιστρέφεται ή παλινδρομεί επιβάλλοντας έτσι προδιαγεγραμμένη κίνηση σε άλλο εφαπτόμενο στοιχείο, αλλ. έκκεντρο αρχ. 1. άξονας («καθάπερ ἐπὶ κνώδακος τῆς τοῡ δευτέρου σπονδύλου… … Dictionary of Greek
σκωληκοειδίτιδα — (Ιατρ.). Η προσβολή της σκωληκοειδούς από φλεγμονώδη διεργασία. Πρόκειται για πάθηση εξαιρετικά διαδομένη, ιδιαίτερα στους πιο εξελιγμένους λαούς· φαίνεται ότι αυτό οφείλεται στις συνθήκες διαβίωσης και διατροφής, γι αυτό π.χ. στους Κινέζους… … Dictionary of Greek
σκωληκοειδεκτομή — και σκωληκοειδεκτομία, η, Ν ιατρ. χειρουργική αφαίρεση τής σκωληκοειδούς αποφύσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκωληκοειδής + εκτομή] … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek
τρίγωνος — η, ο / τρίγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τρεις γωνίες, τριγωνικός 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. τρίγωνο νεοελλ. 1. ονομασία διαφόρων ανατομικών στοιχείων λόγω τού σχήματός τους (α. «τρίγωνος μυς τών χειλέων» μικρός δερματικός μυς τού προσώπου β.… … Dictionary of Greek
φατνιογλωσσικός — ή, ό, Ν φρ. «φατνιογλωσσική αύλακα» ανατ. η μεταξύ φατνιακής αποφύσεως τής κάτω γνάθου και τής γλώσσας αύλακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φατνίο + γλώσσα] … Dictionary of Greek